The book thief

The book thief

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Ντέρεκ Γουόλκοτ, επιλογή ποιημάτων











Μια αγγλόφωνη συλλογή ποιημάτων του πολύ σημαντικού ποιητή των καιρών μας, Ντέρεκ Γουόλκοτ, προσγειώθηκε άξαφνα στη βιβλιοθήκη του περιοδικού γραμμάτων και τεχνών Βακχικόν. Από ένα υπέρ-βιβλιοπωλείο στο Παρίσι, μια ευγενική προσφορά του Ζ.Δ. Αϊναλή, προς άμεσο προπαγανδισμό μιας ποιητικής φωνής που ακούγεται βροντερά και αντιστέκεται σθεναρά στους χαλεπούς καιρούς, στους οποίους ζούμε.

Τι κι αν Γουόλκοτ διαπομπεύτηκε πριν λίγους μήνες από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης; Παρενόχλησε, λέει, σεξουαλικά μια νεαρή φοιτήτρια στην Αμερική, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Κακό δικό τους. Η έδρα της ποίησης του γνωστού πανεπιστημίου έχασε έναν πολύτιμο δάσκαλο. Έτσι εκείνος δεν έκανε τη χάρη στους λοιπούς καρεκλοκένταυρους να χαρούν τη νίκη τους. Αποσύρθηκε δια βοής αποδεικνύοντας το μεγαλείο του.
Ο Ντέρεκ Γουόλκοτ, που έχει πατήσει αισίως τα 79, γεννήθηκε στις Μικρές Αντίλλες, σπούδασε στην Τζαμάικα και θέατρο στην Αμερική, με υποτροφία του Ρόκφελερ. Μέχρι το 1979 ζούσε στο Τρινιντάντ, όπου ίδρυσε και διηύθυνε το Θεατρικό Εργαστήριο της περιοχής, εργαζόμενος παράλληλα ως κριτικός θεάτρου και τέχνης. Για χρόνια δάσκαλος δημιουργικής γραφής της ποίησης στα πανεπιστήμια της Κολούμπια, του Γέηλ και του Χάρβαρντ, είναι από το 1981 καθηγητής του πανεπιστημίου της Βοστώνης, ενώ έχει αναγορευθεί σε επίτιμο διδάκτορα του πανεπιστημίου Αθηνών το 2006.

Τα θεατρικά του έργα είναι ευρύτερα γνωστά σε όλο τον κόσμο, έχουν παιχτεί σε πάρα πολλές χώρες κι έχουν μεταφραστεί σε εξίσου αρκετές. Γράφει ποίηση από τη δεκαετία του ’40, εκδίδοντας την πρώτη του ποιητική συλλογή («25 Poems») το 1948. Το βιβλίο ποίησης που τον έκανε διεθνώς γνωστό είναι το «In a Green night» το 1962. Έκτοτε έχει δημοσιεύσει ποίηματα και δοκίμια σε εφημερίδες, περιοδικά και επιθεωρήσεις σε όλο τον κόσμο, ενώ έχει εκδώσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές.
Επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, κάτοχος του βραβείο W.H. Smith (το 1990), βραβευμένος από τη Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας για το σύνολο του έργου του (το 1998), κέρδισε τη πλέον φημισμένη διάκριση, το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1992. (Νέστορας Πουλάκος)



Το τραγούδι του Αδάμ

Μια μοιχαλίδα μαστουρωμένη μέχρι θανάτου
πέφτει νεκρή στις μέρες μας
από ψιθύρους, από ανάσες
που κινηματογραφούν τον εαυτό της
μέσα στο βούρκο.

Η πρώτη ήταν η Εύα
που κεράτωσε το Θεό για το φίδι
για το καλό του Αδάμ-κάτι που κάνει
όλους εμάς ένοχους ή την Εύα αθώα.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει
γιατί οι άνθρωποι ακόμη τραγουδούν
το τραγούδι που τραγούδησε ο Αδάμ
ενάντια σ’ έναν κόσμο περικυκλωμένο από οχιές,

το τραγούδι του προς την Εύα
ενάντια στη δική του καταδίκη.
Το τραγούδησε στο απομεσήμερο του κόσμου

με φώτα που προσγειώνονται
πάνω σε μάτια πανθήρων μες στο φιλήσυχο βασίλειο
και με το θάνατό του να ξεπετάγεται απ’ τα δέντρα.

Το τραγουδάει φοβούμενος τη ζήλια του Θεού
και το τίμημα του δικού του θανάτου.

Το τραγούδι ανεβαίνει μέχρι το Θεό
που σκουπίζει τα μάτια Του:

Καρδιά, βρίσκεσαι μες στην καρδιά μου όπως προβάλλει ένα πουλί
Καρδιά, βρίσκεσαι μες στην καρδιά μου ενώ κοιμάται ο ήλιος
Καρδιά, κείτεσαι ακίνητη μέσα μου όπως η δροσιά
Τα δάκρυά σου με διαπερνούν, όμοια με τα δάκρυα της βροχής.




Το Σύννεφο

Καθ’όλη την έκταση,
μπροστά στα μάτια του Αδάμ που έσφυζαν από ζωή
οι ψηλές βουνοκορφές έμοιαζαν να ξεμακραίνουν

μ’ έναν αναστεναγμό κάτω απ’ τη συκιά
και μ’ έναν ουρανό που υποχωρεί
μπροστά στο ξεψυχισμένο σφύριγμα του φιδιού
που επαναλαμβάνει θα πεθάνεις.

Η γυναίκα ξάπλωσε ακίνητη όπως τ΄ατάραχα βουνά.
Υπήρχε και μια διαφορετική σιωπή εκεί που είχε γεμίσει τα πάντα,
τα σύννεφα που έδειχναν έναν θανάσιμο προορισμό
κι ένα σιωπηλό ρίγος απ’ το σπασμένο κλαδί
απ’ όπου ο χυμός απ’ το κατεστραμμένο δέντρο είχε στάξει.

Όταν εκείνη-ο θάνατός του-
γύρισε στο πλάϊ και κοιμήθηκε
η αναπνοή που του έδωσε ήταν
η πρώτη του αληθινή αναπνοή.

Ό,τι του άφησαν τα φύλλα,
αυτός ο φωσφορίζων αέρας,
ήταν μαζί ο Θεός και το φίδι που τον εγκατέλειπαν.
Κανείς δεν μπορούσε να τον καταραστεί ή να τον ευλογήσει.

Καθώς η γύρη των λουλουδιών κατευθυνόταν
προς τα μαλλιά της γυναίκας,
τα μάτια του έγιναν πιο λαμπερά,
μια αργή σκιά σύννεφου τους κάλυψε αργά,

και καθώς αυτή κινιόταν, εκείνος την ονόμασε Τρυφερότητα.



Θαλάσσια καλάμια

Οι μισοί από τους φίλους μου είναι νεκροί.
Θα σου δώσω καινούριους, είπε η γη.
Όχι, δώσε μου καλύτερα εκείνους πίσω, όπως ακριβώς ήταν
με όλα τους τα ελαττώματα, φώναξα.

Απόψε μπορώ ν’ αποσπάσω κάτι απ΄ τις ομιλίες τους
από το εξασθενημένο βουητό των κυμάτων
ανάμεσα απ’ τα καλάμια, μα δεν μπορώ να περπατήσω

στα φεγγαρόλουστα φύλλα του ωκεανού
εκεί κάτω σ’ εκείνον τον άσπρο δρόμο μόνος
ή να επιπλεύσω με το ονειρικό συναίσθημα

που έχουν οι κουκουβάγιες όταν αφήνουν
το βάρος αυτού του κόσμου.
Ω, γη ο αριθμός των φίλων που κρατάς
υπερβαίνει εκείνους που περιμένουν ν΄αγαπηθούν.

Τα θαλάσσια καλάμια δίπλα στο βράχο
λάμπουν πράσινα κι ασημί.
Εκείνα ήταν τ’ αγγελικά δόρατα της πίστης μου,
αλλά έξω από κάτι που χάνεται, κάτι δυνατότερο βγαίνει

το οποίο έχει τη λογική ακτινοβολία μιας πέτρας
και του διαρκούς φεγγαρόφωτος, πέρα απ’ την απελπισία,
δυνατό σαν τον άνεμο, που ανάμεσα απ’ τα χωρισμένα καλάμια
φέρνει εκείνους που αγαπάμε εμπρός μας, όπως ακριβώς ήταν,
με όλα τους τα ελαττώματα, όχι ωραιοποιημένους,
απλά εκεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου